- ομοιωτικός
- ὁμοιωτικός, -ή, -όν (Α) [ομοιώ]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομοιότητα ή στην ομοίωση2. αυτός που μπορεί να καταστεί όμοιος3. αυτός που κατασκευάζει κάτι όμοιο με κάτι άλλο, ζωγράφος ή αγαλματοποιός4. αλληγορικός5. μαθημ. ονομασία τών περιττών και τετράγωνων αριθμών, σε αντιδιαστολή με τους άρτιους, που λέγονται ανόμοιοι6. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὁμοιωτική(ενν. τέχνη) η τέχνη τής κατασκευής ομοίων, η τέχνη τής αντιγραφής.επίρρ...ὁμοιωτικῶς (Α)με ομοιωτικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.